κόρυλος

κόρυλος
ο (κόρυλος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. corylus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φουντουκιά — Λέγεται και λεπτοκαρυά (κόρυλος η αβελλάνιος). Φυλλοβόλος θάμνος της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Φτάνει σε ύψος τα 2 5 μ. και αναπτύσσεται σε άγρια κατάσταση μέσα ή στις παρυφές των δασών βελανιδιάς, καστανιάς και οξιάς, στις… …   Dictionary of Greek

  • κορύλοψις — η βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας αμαμηλιδίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. corylopsis < coryl (< λατ. corylus «κόρυλος») + opsis (πρβλ. όψις)] …   Dictionary of Greek

  • λεπτοκαρυά — Ονομασία επτά οικισμών. 1. Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 4.225 κάτ.) του νομού Πιερίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο του νομού, κοντά στην ακτή, 26 χλμ. ΝΑ της Κατερίνης. Αποτελεί έδρα του δήμου Ανατολικού Ολύμπου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.060 μ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”